Ο μείζων βομβαρδισμός του Πειραιώς



























Εκείνη η «μαύρη» ημέρα, 11η Ιανουαρίου του 1944, πριν από 75 έτη, έχει παραμείνει  κυριολεκτικώς άσβεστη στην μνήμην όλων των Πειραιωτών, καθώς υπολογίζεται ότι τότε έχασαν την ζωή τους πολυάριθμοι άμαχοι συμπολίτες μας όλων των ηλικιών, κατεστράφησαν ολοσχερώς ή υπέστησαν μεγάλες ζημίες πάμπολλα κτίρια και υποδομές, ενώ εδημιουργήθη μείζον «προσφυγικόν» ρεύμα του πληθυσμού της πληγείσης πόλεως προς την Αθήνα.

Σημειωτέον ότι, σε αυτόν τον βομβαρδισμό εχάθησαν περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού αριθμού αμάχων, γερόντων και γυναικοπαίδων, που απώλεσαν την ζωή τους στους εν συνόλω 239 μικρούς ή μεγάλους βομβαρδισμούς του Πειραιώς κατά την διάρκεια του Β' Μεγάλου Πολέμου.

Το ιστορικό και ηθικόν ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο επί 7,5 δεκαετίες, είναι αμείλικτο: Ο καταστροφικός και πολυαίμακτος βομβαρδισμός ήταν εσκεμμένη τρομοκρατική ενέργεια των Συμμάχων ή πλήρες και βλακώδες επιχειρησιακό  λάθος, με ούτως ή άλλως παντελή αδιαφορία για την ζωή των Ελλήνων;

Για να κατανοήσουμε τις πτυχές του δράματος πρέπει να εγκύψουμε λεπτομερώς στο γεγονός, στις συστατικές προηγούμενες αιτίες του, καθώς και στα τραγικά του «μεθεόρτια» αποτελέσματα. Οι συστηματικοί αδιάπτωτοι «Συμμαχικοί»  αεροπορικοί βομβαρδισμοί στην «καρδία» του γερμανικού Γ’ Ράϊχ απετέλεσαν το αποτύπωμα ενός απαρτιωθέντος αγγλοαμερικανικού «στρατηγικού δόγματος» το οποίον ηκολούθησε την περί­φημον «Οδηγίαν της Καζαμπλάνκα», τον Ιανουάριο του 1943, σχηματοποιηθείσα σε στρατιωτική μορφή στις 4 Φεβρουαρίου 1943.
Συμφώνως  με κοινήν απόφαση των «Συνδεδυασμένων Γενικών Επιτελείων» [Combined Chiefs of Staff (CCOS)] των κυρίων «Δυτικών Συμμάχων» (ήτοι Βρετανία και ΗΠΑ), η διαβόητος «Διοίκηση Βομβαρδιστικών» [του Πτεράρχου σερ Arthur “Bomber” Harris εφευρέτη του «τρομοκρατικού βομβαρδισμού»] της Βρετανικής Βασιλικής Αερο­πορίας («Royal Air Force» - RAF), καθώς και οι «Αεροπορι­κές Δυνάμεις του Αμερικανικού Στρατού» (United States Army Air Forces - USAAF) θα εσυντόνιζαν τις δυνάμεις τους για την «προοδευτική κατα­στροφή και αποδιάρθρωση του γερμανικού στρατιωτικού, βιομηχανικού και οικονομικού συστήματος, καθώς και την υπονόμευση του ηθικού του γερμανικού λαού, ώστε μοιραίως να εξασθενήσει η ικανότης του για ένοπλο αντίσταση».

Η ιεράρχηση των στόχων έθετε σε πρώτη προτεραιότητα τα σημεία καιρίας σημασίας για την πολε­μική προσπάθεια των Γερμανών, όπως επί παραδείγματι εγκατα­στάσεις υποβρυχίων, εγκαταστάσεις αεροπορικής σημασίας / αεροδρόμια και εργοστά­σια τα οποία εξυπηρετούσαν την γερμανικήν αεροπορία, εργο­στάσια καυσίμων και επίσης τις πάσης φύσεως συγκοινωνίες και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Η δράση των βομβαρδιστικών ηκολούθησε αυξανομένους φρενήρεις ρυθμούς. Την διετίαν 1943-1945, η συμμαχική αε­ροπορία έρριψε στο γερμανικόν έδαφος 1.356.828 (!) τόνους βομβών διαφόρων τύπων, ενώ το συνο­λικό προσωπικό το οποίον εξυπηρετούσε τις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας των βομβαρδιστι­κών έφθασε τα 1,8 εκατομμύρια ανθρώπους.

Οι κολοσσιαίοι αυτοί αριθμοί καταδεικνύουν περιτράνως την συγκεκριμένη επιχείρηση ως την μεγαλυτέρας κλίμακος πολεμική δράση στην έως τούδε Ιστορία. Οι Σύμμαχοι επραγματοποίησαν 1.440.000 πτήσεις βομβαρδιστικών και 2.680.000 πτήσεις μαχητικών. Οι πλέον εξελιγμένοι τύποι των βομβαρδιστικών, ήτοι τα αμερικανικά τετρακινητήρια «Β-17 Flying  Fortress-Ιπτάμενο φρούριο» και «B-24 Liberator- Ελευθερωτής», καθώς και τα βαρέα βομβαρδιστικά «Lancaster» της αγγλικής RAF εζύγιζαν 25 τόνους και διέθεταν θωράκιση και πολύ μεγάλες δεξαμε­νές καυσίμων, ώστε να ημπορούν να διανύσουν αφόβως μεγάλες αποστάσεις, δίχως  να προκύπτει το παραμικρόν ζήτημα ανεφοδιασμού.

Είναι ολιγότερον γνωστόν στο ευρύ κοινό ότι, οι ελληνικές πόλεις εβίωσαν εντόνως την εμπειρία των αεροπορικών βομβαρδισμών, τόσον κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πο­λέμου, όσον και κατά την διάρκεια της «Τριπλής Κατο­χής». Όσον διήρκουν οι επιχειρήσεις στο «Αλβανικό Μέτωπο» (Οκτώβριος 1940 - Απρί­λιος 1941), οι επιθέσεις της Ιταλικής «Βασι­λικής Αεροπορίας» («Regia Aeronauticα» - RA) δεν περιορίζοντο αυστηρώς στις ζώνες επιχειρήσε­ων και σε αυστηρώς στρατιωτικές θέσεις, αλλά εστό­χευαν ανηλεώς σε όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας μας ! [Οι Ιταλοί είναι οι πρώτοι διδάξαντες τον γενικευμένο «στρατηγικόν βομβαρδισμό» κατά σρατευμάτων, πόλεων και αμάχων, συμφώνως προς την θεωρία του Στρατηγού Ιουλίου Ντουέ (Giulio Douhet, 1869 –1930), πρωτοποριακού θεωρητικού της αεροπορικής ισχύος.]

Εντός διμήνου, από τις 28 Οκτωβρίου έως τα Χρι­στούγεννα του 1940, 21 ελληνικές πόλεις επλήγησαν αγρίως από την RA, ορισμένες μάλιστα με υπερβολικώς μεγάλη σφοδρότητα. Αν και στην δευτέρα φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου εφηρμόσθησαν συντονισμένα μέτρα εκκενώσεως των πόλεων, ο αριθμός των θυμά­των σταδιακώς ηυξάνετο. Από τις επίσημες ανακοινώσεις του τότε «Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας» υπό τον περιβόητον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη προκύπτει ότι, από τις 28 Οκτωβρίου 1940 έως τις 28 Μαρτίου 1941 απώλεσαν  την ζωήν τους 589 άμαχοι, οι τραυ­ματίες υπερέβησαν τους 2.000, ενώ υ­πήρξαν περισσότεροι από 20.000 άστεγοι συμπατριώτες μας. Επιθέσεις είχαν δεχθεί η Αθήνα, ο Πειραιεύς, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Λάρισα (που ήδη είχε καταστραφεί και από τον σεισμό του Μαρτίου), ο Βόλος, η Κέρκυρα, τα Ιωάννινα, η Πρέβεζα, η Καστοριά, η Φλώρινα, το Κιλκίς και το Ηράκλειον. Τον Μάρτιον οι επιδρομές ήσαν σχεδόν καθημερινές.

ΑΛΛΟΙ - ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΕΣ ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΚΑΙ «ΣΥΜΜΑΧΙΚΟΙ» ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1941- 1942) – Η ιδιαιτέρως  πυκνή δόμηση του Πειραιώς, η σχετικώς επιπολαία και πλημμελής ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού στις τακτικές της «ενεργού αεραμύνης» (λόγω αδιαφορίας ή μερικής αδρανείας του να αποκριθεί στην προπαρασκευαστική προσπάθεια του Εθνικού Κράτους) καθιστούσαν αναπόφευκτες τις επακολουθήσασες μεγά­λες απώλειες ανάμεσα στους αμάχους. Τον Ιανουάριον του 1941 η RA εβομβάρδισεν για πρώτην φορά τις συνοικίες του Πειραιώς, προκαλέσασα ορισμένους θανάτους, τραυματισμούς και την καταστροφήν μερι­κών οικιών. Μάλιστα τρεις νεαροί ηρωικοί φαλαγγίτες της «Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας»-ΕΟΝ έχασαν την ζωή τους προσπαθούντες  να συνδράμουν τραυματισμένους (εφημερίς «Η Καθημερι­νή» - 21 Ιανουάριου 1941). Την 11η Φεβρου­αρίου 1941, 20 άτομα εφονεύθησαν και 11 ετραυματίσθησαν στην συνοικία των Ταμπουριών. Στον Πειραιά ευρίσκετο το με­γαλύτερον -υποτίθεται- αντιαεροπορικό κτίσμα σε ολόκληρο την χώρα, το καταφύγιον της Εθνικής Τραπέζης, το οποίον ημπορούσε να στεγάσει 2.000 άτομα, ωστόσον όμως διέθετε ελλιπή εξαερισμό !

Από τις 7 Απριλίου 1941, ημέραν ενάρξεως του γερμανο-ελληνικού πολέμου και έως την η­μέραν εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα (27 Απριλίου), ο Πειραιεύς εβομβαρδίσθη συνεχώς και ανηλεώς. Εντός ενός εικοσαημέρου κατεγράφησαν 55 μείζονες αεροπορικές επιδρομές. Εκτός από τους θανάτους από τις βόμβες, κατεγράφησαν επίσης και αρκετά θύματα στον πληθυσμό εξ αιτίας του επελθόντος πανικού. Ιδιαιτέρως τραγική για τον Πειραιά υπήρξεν η πρώτη ημέρα του Ελληνογερμανικού Πολέμου. Στις 11.00 της 6ης  Απριλίου 1941, ένα γερμανικό αναγνωρι­στικόν αεροπλάνο ενεφανίσθη υπεριπτάμενο του λιμένος του Πειραιώς, προκαλέσαν μεγά­λον αεροπορικό συναγερμό. Έμπροσθεν ενός εκ των καταφυγίων της εγγύς της Ακτής Καλλιμασιώτη «Ελευθέρας Ζώ­νης» του λιμένος- δηλαδή του συγκεκριμένου περιφράκτου φυλασσομένου χώρου, διατιθεμένου ειδικώς για εμπορεύματα από το εξωτερικό με προορισμό πάλι το εξωτερικό, μη υποκείμενα  σε τελωνειακές διατυπώσεις εκτός όταν μέρος αυτών ή όλα εισήγοντο για  χρήση στην πατρίδα μας-, προεκλήθη συνωστισμός λόγω της παρου­σίας πολλών εργατών, περαστικών και κα­τοίκων από τους συνοικισμούς, οι οποίοι κατευθύνοντο συντεταγμένως προς την είσοδον του εν λόγω καταφυγίου.  [Η ακτή Καλλιμασιώτη απετέλει το μείζον λιμενικό συγκρότημα της Ελλάδος, περιλαμβάνουσα  κρηπιδώματα μήκους 2.756 μέτρων, πέντε τεράστιες διώροφες παραλιακές αποθήκες χωρητικότητος 51.000 τόνων, 21 ηλεκτροκινήτους γερανούς εκφορτώσεως εμπορευμάτων από τις προβλήτες απευθείας στις αποθήκες, δύο μεγάλες γερανογέφυρες εκφορτώσεως γαιανθράκων και ύδρευση των σκαφών με νερό απευθείας από τον Μαραθώνα!] 

Όταν ένα μικρό νέφος καπνού ενεφανίσθη στο οπίσθιον μέ­ρος του γερμανικού αεροπλάνου (καθώς με αυτόν τον τρόπο δημιουργούσε ευρεία σκιά και ενέτεινε την απεικονιστικήν αντίθεση των επιφανειών, ώστε να προβεί σε ακριβεστέρα  φωτογράφιση επιγείων στόχων), δεν άργησε να προκληθεί πραγματικό τρομώδες πανδαιμόνιον. Τρομαγμένοι πολίτες κατερχόμενοι την λίαν κατωφερή κλίμακα του καταφυγίου, ωθούμενοι  αιφνιδίως εκ των άνω, σε βραχύτατο διάστημα ολίγων λεπτών, σε μία στιγμή,  κατεκρημνίσθησαν και κατεπλακώθησαν κυριολεκτικώς υπό των όπισθεν αυτών ερχομένων. Μια μαρτυρική ανθρωπίνη μάζα είχε περιπλακεί σε έναν προθανάτιο τραγικόν εναγκαλισμό, ενώ κραυγές πόνου και θανάτου αντήχησαν σε ολόκληρο την Ελευθέρα Ζώνη. Ο απολογισμός της συμφοράς ήταν δεκατρείς νεκροί από «σύνδρομον εκ συνθλίψεως» και διπλάσιοι τραυματίες. Όμως η τραγωδία δεν υπήρξεν έναυσμα βελτιώσεως της διαχειρίσεως των καταφυγίων.

Σε άλλη, κανονική γερμανικήν επιδρομή, μία βόμβα έπληξε το Βρετανικό πλοίο «Clan Fraser» (Κλαν Φρέϊζερ) -επ’ ονόματι της ομωνύμου ιστορικής σκωτσέζικης φατριάς Φρέϊζερ-, το οποίον είχεν εισέλθει στον Πειραιά δύο ημέρες ενωρίτερον, μεταφέρον εφόδια και πυρομαχικά. Το«Clan Fraser»,  ήταν κατάφορτο με 250 τόνους εκρηκτικού ΤΝΤ όταν εβομβαρδίσθη και εβυθίσθη στον λιμένα  του Πειραιώς. Από το πλήρωμά του εφονεύθησαν εξ και ετραυματίσθησαν εννέα. Το πλοίον εκαίετο συνεχώς επί πέντε ώρες και εν τέλει  ανετινάχθη με μιαν τρομερά έκρηξη η οποία προεκάλεσε σημαντικές ζημίες στις λιμενικές εγκαταστάσεις, αλλά και σε δεκάδες κατοικίες Πειραιωτών, σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.

Παρ’ ότι πολλά ακόμη πλοία εβυθίσθησαν εκείνην την νύκτα, ο τρομακτικός ήχος της εκρήξεως του «Clan Raser» και  το πελώριον ωστικόν κύμα που εδημιούργησεν αυτή, απετέλεσαν συλλογικήν εμπειρία εντονοτέρα και της γερμανικής εισβολής στην πρωτεύουσα, αλλά και θλιβερό προοίμιον των βομβαρδισμών που θα επακολουθούσαν. (Απεδείχθη αργότερον ότι η εκρηκτική ύλη του φορτίου που προεξένησε την μεγάλη έκρηξη ήταν η τρομερά «τροτύλη» -τρινιτροτολουόλη (ΤΝΤ). Οι Άγγλοι τότε όχι  μόνον δεν ενημέρωναν τις αρμόδιες αρχές μας για τα μεταφερόμενα υπό των σκαφών τους επικίνδυνα υλικά, αλλά …..καθόριζαν και οι ίδιοι τα σημεία πλευρίσεώς τους εντός του λιμένος!)

Στις 24 και στις 26 Απριλίου, ο πολύπαθος Πειραιεύς εδέχθη σφοδροτάτη επιδρομήν από τα διαβόητα γερμανικά βομβαρδιστικά «καθέτου εφορμήσεως» Ju – 87, «Stuka», τα οποία με τις ακατάπαυστες εφορμήσεις τους απειλούσαν να διακόψουν την εν εξελίξει διαφυγή των βρετανικών στρατευμάτων, αποχωρούντων αμαχητί με πολεμικά πλοία από την Ελλάδα στη βόρειον Αφρική. Οι υλικές ζημίες, οι καταβυθίσεις πλοίων, καθώς και οι ανθρώπινες απώλειες υπήρξαν πράγματι σημαντικότατες.

Όμως ο εξελισσόμενος αεροπορικός πόλεμος βεβαίως και δεν διεκόπη με την έναρξη της Κατοχής, καθώς την ανθρωποκτόνο  σκυτάλη των επιδρομών από τους αεροπόρους του Άξονος παρέλαβαν συντόμως οι «Σύμμαχοί» μας. Επροηγήθη η αγγλική RAF που επραγματοποίησε την πρώτην (εξ όσων γνωρίζουμε) νυκτερινήν επίθεση (6 προς 7 Οκτωβρίου του 1941). Πέντε βομβαρδιστικά έρριψαν  οκτώ φωτιστικές φωτοβολίδες και ηκολούθησαν 30 εκρηκτικές βόμβες και 75 εμπρηστικές βόμβες, οι οποίες έπληξαν μιαν στρατιωτικώς ασήμαντο γερμανικήν αποθήκη υλικού, δύο ήσσονα ιταλικά πολεμικά πλοία, το εργοστάσιον των Λιπασμάτων και μερικά …. ατυχή οικήματα. Συμφώνως  με την γερμανικήν υπηρεσιακήν αναφορά, τα «συμμαχικά» αεροπλάνα επέταξαν σε μέσον ύψος 2.000-4.000 μέτρων, ενώ ο στόχος ήταν λίαν ευχερώς τρωτός, λόγω του εντόνου σεληνόφωτος. Η πυκνή αντιαεροπορική κάλυψη της πόλεως, με βάσεις πυρός τα διάσημα γερμανικά πυροβόλα Flak  («Flugabwhrkanone») των 88 χιλιοστών, εδραζόμενα σε Χατζηκυριάκειο, Προφήτη Ηλία, Ευγένεια Κερατσινίου, Αιγάλεω και Δραπετσώνα καθιστούσαν δυσχερή την προσπάθεια των Βρετανών πιλότων.

Αγγλικά βομβαρδιστικά «προσέκρουσαν» στην δραστική φραγή των πυκνοτάτων πυρών  της 449ης Μοίρας Εφεδρικού Πυροβολικού,  των δυο πυροβολαρχιών της 804ης Αντιαεροπορικής Μοίρας (Πυροβολαρχίες 1η  και 4η) και των ισχυρών Ναυτικών Πυροβολαρχιών 1/19, 5/19 και 1/720). Οι γερμανικές μονάδες  δεν είχαν απώλειες,  ενώ αντιθέτως εφονεύθησαν είκοσι πολίτες και  άλλοι τόσοι ετραυματίσθησαν. Την χαραυγή της 13ης  Οκτωβρίου μία διπλή επιδρομή  κατά Δεκελείας και Πειραιώς  …. κατάφερε να φονεύσει δύο ακόμη αθώους Έλληνες πολίτες σε  τέσσερεις μικρούς οικίσκους. Κατά την Πρωτομαγιά του 1942 βρετανικές βόμβες έπληξαν οικήματα  στο κέντρον της πόλεως του Πειραιώς, συντρίβουσες ολοσχερώς μερικές οικίες στις οδούς Ανδρούτσου, Κουντουριώτου και Υψηλάντου. Τον Ιούνιον του 1942, προσετέθησαν περισσότερα αθώα «συμμαχικά»  θύματα, όταν πε­ρισσότεροι από 30 Πειραιείς έχασαν την ζωή τους σε δύο ακόμη συμμαχικές … φιλικές επιδρομές.

Έκτοτε  οι «φιλικές συμμαχικές επισκέψεις» των βομβαρδιστικών έγιναν πολύ αραιές ώστε έπαυσαν εν τέλει να προκαλούν ανησυχίες στον κόσμο. Στην Αθήνα και στον Πειραιά, οι δοκιμαστικοί συναγερ­μοί (οι οποίοι αρχικώς εχρησιμοποιούντο  ως μέσον αναπτύξεως επιχειρησιακής πειθαρχίας για τους Γερμανούς στρα­τιώτες), κατήντησαν λίαν συντόμως κακώς νοουμένη «συνήθεια», ανουσία άχαρη ρουτίνα. Στις αναφορές του LXVIII (68ου) Σώματος Στρα­τού του  Πτεράρχου Χέλμουτ Φέλμυ, επλήθυναν οι περιπτώσεις δηλουμένης αγνοίας ή αδιαφορίας απέναντι στους διενεργουμένους συναγερμούς. Μία νύκτα «δοκιμαστικού συνα­γερμού» τον Ιούνιον του 1944, στρα­τιώτες περιπατούσαν αμέριμνοι στην οδόν Πανε­πιστημίου, στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στην Πλατεία Ομονοίας και στο Φάληρο δηλώνο­ντες  ότι «δεν είχαν ιδέα για τον συναγερμό» ! Μια σύντομος «έρευνα πεδίου» στο πασίγνωστο ξενοδο­χείο «Μπάγκειον» της Ομονοίας, (καθορισθέν από το γερμανικό Φρουραρχείον ως τόπος διανυκτερεύσεως αδειούχων στρατιωτών και βαθμο­φόρων εκ της  επαρχίας), απέδειξεν ότι άπαντες αγνοούσαν πλήρως το σχέδιον συνα­γερμού, αλλά και την αυστηρά διαταγή παραμονής στα καταλύματα ό­ταν πίπτουν βόμβες.

Προφανώς η κατάσταση ήταν χειροτέρα στην περίπτωση των Ελλήνων πολιτών. Ο κόσμος ανοήτως δεν επήγαινε στα καταφύγια, καθώς ήταν ακαθοδήγητος, ενώ δεν υπήρχε κάποια υπεύθυνη εντολή του τύπου: «Βομβαρδισμός, κρυφθείτε». Ο πληθυσμός, ευρισκόμενος έξω, στην ύπαιθρο, παρατηρούσε απαθώς τα αεροσκάφη. Λέγεται ότι υπήρξε μια υπαινικτική προειδοποίηση από την «Φωνή του Λονδίνου», απ’ όπου το Λονδίνο απευθύνετο προς την «Αντίσταση», να είμεθα έτοιμοι διότι θα πληγεί  ο Πειραιεύς, καθώς ήταν  κέ­ντρον συγκοινωνιών, λιμήν και κόμ­βος σιδηροδρομικός, χρησιμοποιούμενος από τους Γερμανούς σε όλες τις πολεμικές μεταφορές τους.  Ατυχώς, καθώς η εποχή των πολ­λών βομβαρδισμών του 1941 είχε παρέλθει, ο κόσμος δεν έδιδε καμία σημασία.

Η ΦΟΝΙΚΗ «15η  ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ» ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ - USAAF : Η καταθλιπτική ιστορία του μείζονος βομβαρδισμού του Πειραιώς άρχεται στις 25 Σεπτεμβρίου 1942 στο αεροδρόμιο Γκόουαν, εγγύς του Μπόϊζ, στην πρωτεύουσα της Πολιτείας του Άϊνταχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί συνεκροτήθη η 99η Σμηναρχία Βομβαρδισμού της USAAF. Διοικητής της ανέλαβε ο Συνταγμα­τάρχης Ράδεγκροβ και υποδιοικητής ο Αντισυνταγματάρχης  Ρέινεϊ. Η Σμηναρχία απετελείτο από τις 346, 347, 348 και 416 Μοίρες Βομβαρδισμού. Η έ­δρα της μονάδος μετεφέρθη σχεδόν αμέσως στην μείζονα περιοχή της Ουάσινγκτον, ό­που παρελήφθησαν (σε δύο δόσεις) συνολικώς δέκα  βομβαρδιστικά αεροσκάφη «Β-17 / Flying Fortress», τα πασίγνωστα  «Ιπτάμενα Φρούρια». Κατά την διάρκεια του Οκτω­βρίου, η Σμηναρχία ενισχύθη με επιπλέον εξ Β-17, αμέσως δε μετεγκατεστάθη στο Σιού Σίτυ της Αϊόβα για την δευτέρα  φάση της επιχειρησιακής εκπαιδεύσεως της. Έως τα τέλη του Νοεμβρίου, η πληρότης του προσωπικού εδάφους και του τεχνικού προσωπι­κού έφθασε στο 75%. Στα μέσα Ιανουάριου του 1943, εξεκίνησε στην Σαλίνα του Κάνσας η τρίτη φάση της προετοιμασίας και περί τα τέλη Φεβρουάριου, η Σμηναρχία ήταν πλέον ετοιμοπόλεμη («Combat ready») και πανέτοιμη να εγκαταλείψει το αμερικανικό έδαφος για την ευρωπαϊκήν απο­στολή της. Με σημείον αναχωρήσεως το Μόρισον Φηλντ της Φλόριντα, τα Β-17 εκινήθησαν  νοτίως, μέσω δε Πουέρτο Ρίκο, Βρετανικής Γουϊάνας, Βραζιλίας και Γκάμπιας, έφθασαν εν τέλει στον προορισμό τους, στο Μαρακές του Μαρόκου. Το τεχνικό προσωπικό και το προσωπικό εδάφους ηκολούθησαν τα «Ιπτάμενα Φρούρια» μέσω  υπερατλαντικού πλου.

Αμέσως μόλις η Σμηναρχία συνεκροτή­θη πλήρως στην βόρειο Αφρική, υπήχθη στην 5η  Πτέρυγα Βομβαρδισμού της 12ης  Αερο­πορικής Δυνάμεως, ομού με τις 97η  και 301η Σμηναρχίες και αργότερον την 2α  Σμηναρ­χία. Η πρώτη αποστολή των «Αδαμαντόραχων» («Diamondbacks»), όπως ονομάζετο η 99η  -λόγω του ουραίου εμβλήματος που έφε­ραν τα βομβαρδιστικά της-, επραγματοποιή­θη στις 31 Μαρτίου του 1943 ως μία από τις εκατοντάδες αεροπορικές αποστολές των Συμμάχων για την κατα­στροφή των οδών ανεφοδιασμού του ηττημένου «Γερμανικού Αφρικανικού Σώμα­τος» («Deutsches Afrika Korps» - DAK) στην Τυ­νησία. Καθ' όλην τνη διάρκεια του 1943, η 12η  Αεροπορική Δύναμη εξαπέλυσε δεκά­δες αποστολές διώξεως και βομβαρδι­σμού στο νέο μεγάλο μέτωπο που ήνοιξαν οι Σύμμαχοι : στο Θέατρον Επιχειρήσεων της Μεσογείου:

Στις 5 Ιουλίου, κατά την διάρ­κεια των επιχειρήσεων που συνόδευαν την αγγλοαμερικανική απόβαση στην Σικελία, η 99η  Σμηναρχία εβομβάρδισε εκτενώς και με επιτυχία - παρά την πείσμονα εμπλοκή και εναντίωση δεκάδων γερμανικών καταδιωκτικών-  το αεροδρόμιο Τζερμπίνι, στρατηγικής σημασίας. Στις επόμενες ημέ­ρες εξεκίνησαν οι μάχες υποστηρίξεως της αποβάσεως, ενώ στις 14 Ιουλίου εβομβαρδί­σθη για πρώτη φορά η Ρώμη. (Η επίσημος ιστορία της 99ης Σμηναρχίας σημειώνει πως οι πιλότοι κατέβαλαν εξαιρετικές προσπάθειες ακριβούς τεχνικής ώστε να αποφύγουν την πτώση βομβών στο Βατικανό).

Στις 2 Νοεμβρίου 1943, οι τέσσαρες μοίρες της 99ης  Σμηναρχίας, μαζί με δύο ακόμη Σμηναρχίες βομβαρδιστικών Β-24 της 9ης  Αεροπορικής Δυνάμεως και δύο Σμηναρχίες καταδιωκτικών, συνεκρότησαν (στο ιταλι­κόν έδαφος) την νέα 15η  Αεροπορική Δύναμη. Ήδη από την πρώτην ημέρα της συ­γκροτήσεώς της,  η 15η  Αεροπορική Δύναμη –η μέλλουσα φόνισσα του Πειραιώς- ανέλαβε να πλήξει το εργοστάσιον αερο­σκαφών Messerschmitt στο Βάϊνερ Νόϋσταντ της Αυστρίας. Η 5η Πτέρυξ Βομβαρδισμού μετεκινείτο προοδευτικώς, ακο­λουθούσα την χερσαία προώθηση των συμμαχι­κών στρατευμάτων, ώστε να αυξήσει την ακτίνα της επιχειρησιακής της δράσεως: Οι μοίρες της Πτέρυγος εγκατεστάθηκαν σε διάφορα αεροδρόμια στην πεδιάδα της Φότζια, ενώ η 99η  Σμηναρχία στην Τορτορέλα.

Οι καιρικές συνθήκες που επικρα­τούσαν στην περιοχή κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο ήσαν εξαιρετικώς δυσχερείς, με χαμηλές θερμοκρασίες και πολλές βροχές. Τα συνεργεία επισκευών και οι τε­χνικοί ήσαν αναγκασμένοι να εργάζονται με το έντονο ψύχος, μέσα στην λάσπη, ενώ τα πλη­ρώματα επιχειρούσαν με εξουθενωτικούς ρυθμούς, όσο ηυξάνετο ο αεροπορικός ρόλος στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Εντός 18 μηνών επιχειρήσεων, η 15η  Αεροπορική Δύναμη κατέστρεψε σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής πετρελαίου στην Ευρώπη (!), παρέβλαψεν ουσιωδώς μέγα μέρος της γερμανικής παραγωγής καταδιωκτικών και προεκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στο δίκτυον συγκοινωνιών του Άξονος. Τα αριθμητικά στοιχεία δεικνύουν ότι, η 15η  Αεροπορική Δύναμη έρριψεν 303.842 τόνους βομβών εναντίον εχθρικών στό­χων σε 12 χώρες, πραγματοποιούσα συ­νολικώς 148.955 πτήσεις.

Αρχικώς, οι γερμανικές θέσεις στα Βαλ­κάνια εκρίθησαν ως στόχοι δευτερευούσης στρατηγικής σημασίας εν σχέσει προς την πληθώ­ραν στόχων στο ιταλικόν έδαφος ή στην Γαλ­λία. Ωστόσον, η «Συμμαχική Διοίκηση Βομβαρδισμού» ήρχισεν από τον Νοέμβριο να προσανατολίζεται και πάλιν σε επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών στόχων, αποθηκών, λιμένων και σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων σε Βουλγαρία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, και Ελλάδα, ώστε να αποδιοργανωθεί τα μέγιστα η ενίσχυση των γερμανικών μονάδων στην  Ιταλία μέσω των Δαλματικών ακτών,  αλλά συνάμα να αποδιοργανωθεί πλήρως το εν γένει σύστημα στρατιωτικών μεταφορών, στην απρόσκοπτο λειτουργία του οποίου η Γερμανία είχε εναποθέσει τεράστιες ελπίδες για την εκ μέρους της συνέχιση του πολέμου. Με επιδίωξη να επιτευχθεί το «μέγιστο ψυχολογικό, επιχειρησιακό  και στρατηγικό  κέρδος» η USAAF πλην των ανηλεών βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων διενεργούσε καθημερινώς επιθέσεις σε  ποικίλους σημαντικούς στόχους στην Ιταλία, στην Γαλλία, στην Ρουμανία, στα λοιπά Βαλκάνια και στην Τσεχοσλο­βακία.

Από την επιλογήν των υποψηφίων στόχων δεν εξαιρούντο βεβαίως όσες πόλεις ευρίσκοντο ακόμη στο στρατόπεδον του Άξονος. Από τον Δεκέμβριον, όλες ανεξαιρέτως οι ιταλικές πόλεις οι οποίες ευρίσκοντο στην ακτίνα δράσεως των συμμαχικών βαρέων βομβαρδιστικών, ζούσαν σχεδόν καθημε­ρινώς με τον από αέρος τρόμο, του «άνωθεν θανάτου»  (Τορίνο, Πάντοβα, Πάρμα, Μιλάνο, Μπολόνια, Φερράρα). Επίσης έγιναν στόχοι αρκετές φορές τα αστικά κέντρα της Γιουγκοσλαβίας, ό­πως το Σεράγεβο, το Μόσταρ και το ίδιο το Βελιγράδι (τον Απρίλιον εδέχθη εξόχως  καταστροφικά πλήγματα με χιλιάδες νε­κρούς αμάχους).

Στις 10 Ιανουάριου, η 97η Σμηναρχία εβομβάρδισε την Σόφια της Βουλγαρίας, φονεύουσα μεγά­λον αριθμόν αμάχων, ενώ το επόμενο πρωι­νό ήλθεν η σειρά του δυσμοίρου Πειραιώς : Το επίνειον των Αθηνών, ο μεγαλύτερος λιμήν της Ελλάδος, ο αναφερό­μενος στους επιχειρησιακούς χάρτες της USAAF ως «Halon Basin», αποτελούσε σημαντικό κόμβο στο δίκτυο εφοδιασμού των μεραρχιών της Wehrmacht στα Βαλκάνια και στο Ιταλικό Μέτωπο, Πρόσφατες αερο­φωτογραφίες επιβεβαίωναν πως στο λιμά­νι βρίσκονταν 21 επιταγμένα εμπορικά πλοία και 10 πολεμικά διαφόρων τύπων, συνολικά 31 σκάφη στην υπηρεσία του Γερμανικού Ναυτικού (Kriegsmarine). Στις 09.40 της 11ης   Ιανουάριου 1944, 84 βομ­βαρδιστικά Β-17, περίπου 20 από κάθε Σμηναρχία της 5ης  Πτέρυγος Βομβαρδι­σμού (2α , 97η , 99η  και 301η ) απεγειώθησαν από τα αεροδρόμια της πεδιάδος της Φότζια και του Τάραντος, ιπτάμενα με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Προηγείτο στον σχηματισμό πτήσεως η 99η  Σμηναρχία και ακολουθούσαν κατά σειρά  η 2α , η 97η  και η 301η  με σταθερά ταχύτητα 250 χλμ/ώρα. Οπίσω από τον σχηματισμό των Β-17 ακολου­θούσε ένα ισχυρόν απόσπασμα από μαχητι­κά Ρ-38 Mustang της 14ης  Σμηναρχίας Μα­χητικών, το οποίον είχεν αναλάβει την προ­στασία των βομβαρδιστικών.

Παρά την τεραστίαν  αριθμητικήν υπεροχή και την ισχυρά κάλυψη, οι προοπτικές της βομβαρδιστικής επιχειρήσεως δεν ήσαν διόλου καλές. Στο πολεμικόν ημερολόγιο της Σμηναρχίας εσημειώθη : «Κατά την προσέγγιση καιρός άσχημος, ορατότης δυσχερής». Σε ύψος 5.500 μ., τα αμερικανικά αεροσκάφη συνήντησαν αναπάντεχες ισχυρές νεφώσεις. Τα σύννεφα ήσαν εξόχως πυκνά, δεν υπήρχεν ορατότης πέραν των ακροπτερυγίων. Ήταν δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο, να διακρίνει κάποιος ένα άλλο αεροσκάφος. Οι συνθήκες αυτές ήσαν απαγορευτικές και για μεμονωμένη πτήση, πόσο μάλλον για έναν ολόκληρο σχηματισμό βαρέων βομβαρδιστικών. Η 301η Σμηναρχία που ευρίσκετο στην «ουρά» του σχηματισμού, απεφάσισε να εξέλθει εκτός του «φακέλου πτήσεως» (της προδιαγεγραμμένης πορείας), προκειμένου να σταθεροποιήσει την ορισμένη απόσταση ασφαλείας (45 μ.) από τα προπορευόμενα αεροσκάφη.

Όταν είκοσι λεπτά προ της αφίξεως στον  στόχο τα βομβαρδιστικά ήρχισαν την άνοδο στα 6.600 μέτρα, (ήτοι στο προβλεπόμενον ύψος ρίψεως των βομβών), συνέβη μια πραγματική καταστροφή : Εντός της πυκνής νεφώσεως -που έφθανε τα 10/10-, οι δύο τελευταίες Σμηναρχίες του σχηματισμού (97η   και 301η) «αλληλοδιεμβολίσθησαν» κατά την άνοδον. Ένα «Ιπτάμενο Φρούριο» από το προπορευόμενο στοιχείο εξερράγη, το ίδιο και δύο Β-17 από το δεύτερο στοιχείο. 

Αεροσκάφη, συντρίμματα και άνδρες ίπταντο εντός των νεφών. To Β-17 του διοικητή της Σμηναρχίας επραγματοποίησεν απότομον αναστρο­φή. Τον ίδιον ελιγμόν εξετέλεσαν και άλλα τρία αεροσκάφη, πράγμα όχι ευμενές για ένα πλήρως εξοπλισμένο, βαρύτατο Β-17. Ωστόσον, τουλάχιστον δύο από τα αερο­σκάφη επέτυχαν να κατέλθουν στα 3.000 μέτρα. Τουλάχιστον πέντε Β-17 της 301ης  και δύο της 97ης  εχάθησαν μέσα στα σύννεφα. Ένας πιλότος της 419ης  Μοίρας επήδηξεν από το αεροσκάφος με το αλεξίπτωτόν του. Ένα ακόμη Β-17 συνεκρούσθη στον αέρα με ένα από τα Ρ-38, εξ αιτίας της μηδενικής ορατότητος, που δυσχέραινε αφαντάστως τον οιονδήποτε πτητικόν συντονισμό. Δεδομένου ότι τα πληρώματα των Β-17 ήσαν δεκαμελή, περισσότεροι από 80 άνδρες κατεμετρή­θησαν ως αγνοούμενοι πριν καν ξεκινήσει η αποστολή. Η ώρα ήταν 12.35 και το 1/10 της δυνάμεως των «Ιπταμένων Φρου­ρίων» είχεν ήδη χαθεί.

Ολίγες στιγμές μετά το τραγικόν ατύχη­μα στην «ουρά» του σχηματισμού, τα βομβαρδιστικά διετήρησαν σταθερόν ύψος πτήσεως στα 6.500 μ. Στις 12.55’, τα έξι προπορευόμενα (σε σχήμα ρόμβου) Β-17 της 99ης  Σμηναρχίας, άφησαν τις πρώτες βόμ­βες της επιδρομής επάνω από τον στόχο. Στις 13.11’, η 2α  Σμηναρχία εξαπέλυσε το δεύτερο κύμα βομβών και τέσσερα λεπτά αργότερον, στις 13.15’, ολόκληρος ο σχηματισμός εδέχθη επίθεση από 15 Messerschmitt Bf 109 και 10 έως 15 Focke Wulf 190 Würger (Βύργκερ – «Αετομάχος»). Οι αερομαχίες των γερμα­νικών μαχητικών με τα Ρ-38 που υπεστήρι­ζαν την αποστολή, ήσαν σποραδικές και διήρκεσαν περίπου 15 έως 20 λεπτά, πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της ρίψεως των βομβών. Στην συμπληρωματική του αναφορά περί της επιχειρήσεως, ο Ταγματάρχης Αρθουρ Κλαρκ του Γραφείου Πληροφοριών της 99ης  Σμηναρχίας εσημείωνε ότι «κάποια από τα γερμανικά μαχητικά υπήρξαν ιδιαιτέρως επιθετικά, ορισμένα μάλιστα έφθασαν σε απόσταση 90 μέτρων από τα αεροσκάφη μας».

Η 2α Σμηναρχία εσημείωνε πως τα γερμανικά μαχητικά «πραγματοποιούσαν ασυντόνιστες επιθέσεις, κυρίως από οπίσω («ώρα» 5-7), ωστόσον δεν εσημειώθη καμία κατάρριψη». Από την σύντομο αψιμαχία στον αέρα πιθανότατα εκα­τέρωθεν δεν υπήρξαν απώλειες αεροσκαφών. Η αναφο­ρά της Διοικήσεως Βομβαρδισμού κάνει λό­γο για δύο, ενδεχομένως τρεις, καταρρίψεις Bf 109, χωρίς όμως να επιβεβαι­ώνεται κάτι τέτοιο. Δύο βομβαρδιστικά της 99ης  Σμηναρχίας επλήγησαν από τα πυρά των Messerschmitt και ακόμη εξ υπέστησαν ε­λαφρές ζημίες από τα πυκνά αντιαεροπο­ρικά πυρά. Πράγματι, οι πυροβολαρχίες των 88 mm οι οποίες εκάλυπταν τον Πειραιά, συγκεντρωμένες στον σιδηροδρομι­κό σταθμό και στους λόφους του Προφή­τη Ηλία και της Καστέλας, … «έκαναν δύσκολη την ζωή» των αμερικανικών πληρωμάτων: «Έντονος, ισχυρός και ακριβής φραγμός πυρός, τροχιοδεικτικά πυρά προερχόμενα από πολεμικά πλοία στις εξής συντεταγ­μένες: 37ο 51’ Ν, 23ο 36' Ε και 37ο56' Ν. 23ο42’ Ε», εσημείωνε η αναφορά της Διοικήσεως Βομβαρδισμού το βράδυ της ιδίας ημέρας.

Εν τω μεταξύ, στην ηλιόλουστο μεση­μβρία του Ιανουαρίου, ο χαρακτηριστικός βόμβος των κινητήρων προσήλκυσε την προσοχή των Πειραιωτών οι οποίοι παρακολουθούσαν ανυποψίαστοι, αγνοώντες τι εί­δους αεροσκάφη ίπταντο επάνω από τις κεφαλές τους. Περί ώραν 12.45, ενεφανίσθησαν ωσάν μικρές περιστερές που  εγυάλιζαν στο φόντο του γαλάζι­ου ουρανού ολόλευκες. Ήσαν  πολλά, πάρα πολλά. Και άλλα και άλλα ήρχοντο, επλησίαζαν επάνω από τον άμαχο κόσμο. Η αντίδρασή του : «Πανζουρλισμός» και  χαρά ! Με τα χέρια σηκωμένα και με μανδήλια χαιρετούσαν όλοι οι δύσμοιροι παριστάμενοι την εξ ουρανού «ελευθερία» που έβλεπαν επάνω από τις κεφαλές τους. Επί πολλά έτη δεν είχαν ιδεί τους φιλοδόξους «ελευθερωτές» και δη από τόσον εγγύς.

Η ΠΕΛΩΡΙΑ ΦΡΙΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ : Εν προκειμένω ατυχώς, ούτε η Luftwaffe, ούτε η αντιαεροπορι­κή άμυνα κατάφεραν να αποκρούσουν την εξελισσομένη επιδρομή. Όσα Β-17 κατάφεραν να διέλθουν από  την πυκνή νέφωση και τα γερμανικά καταδιωκτικά, εξεκκένωσαν το καταστροφικό φορτίο τους και επέστρεψαν στην βάση τους, όχι χωρίς περιπέτειες. Για εκείνους που ευρίσκοντο στο έδαφος, εμεσολάβη­σαν ελάχιστα λεπτά από τον πρώτον ήχο των κινητήρων μέχρι τον επελθόντα «Αρμαγεδδώνα» Περί ώραν 1 παρά 13’, η γη συνεκλονίσθη, ωσάν από σεισμό τρομερόν. Τα πάντα ανεφλέγησαν. Σκότος κολάσεως επλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Η  άσφαλτος βράζει, ενώ ψήνονται άν­θρωποι, ζώα και κτίρια. Όλα βράζουν σε μια κόλαση αχόρταγης φωτιάς και «λάβρας».

Εντός χρόνου βραχυτέρου από ημίσειαν ώρα, ένας πυκνός «τάπης» από αφανιστικές βόμβες εκάλυψε τα πά­ντα. Λόγω της μεγάλης διασποράς, οι  βόμ­βες έπληξαν αδιακρίτως όλες τις συνοι­κίες του Πειραιώς : τον Άγιο Διονύσιο, την Αγία Σοφία, τον Άγιο Νικόλαο, την Αμφιάλη, την Ευγένεια, την Δραπετσώνα, τα Καμίνια, την Κοκκινιά, την Καστέλα, το Πασαλιμάνι, το Τουρκολίμανο και το Χατζηκυριάκειον. Ωστόσον, το κέντρον της πόλεως κατέβαλε τον μεγαλύτερο φόρον αίμα­τος και συγκεκριμένως ολόκληρος η περιο­χή από τον σταθμόν του Ηλεκτρικού Σιδη­ροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς (ΗΣΑΠ) έως την πλατεία Κοραή και το Δημοτικό Θέα­τρο. Με την εξαίρεση των πρώτων ρίψεων που κατέληξαν στην θάλασσα, οι πρώτες βόμβες των Β-17 έπληξαν την «καρδία» του Πειραιώς. Η πρώτη βόμβα πιθανότατα έπεσεν εμπρός στον ιστορικό ναό του Αγί­ου Σπυρίδωνος, στην Ακτή Μιαούλη. Πολ­λοί περαστικοί έτρεξαν έντρομοι να προφυλαχθούν στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδος.

Από τα δεδομένα του ληξιαρχείου Πειραιώς, τα οποία και τεκμηριώνουν την θλιβερά ανθρωπογεωγραφία των εκατοντάδων θα­νάτων, προκύπτει σαφώς πως η προοδευτική κί­νηση των βομβαρδιστικών ανηύρε σχεδόν αμέσως το προαύλιο και τον ίδιον τον ιερόν ναό, φονεύουσα τουλάχιστον εξ άτομα, μεταξύ των οποίων δύο ηλικιωμένες γυναί­κες. Ένας ογδοντάχρονος  συνταξιούχος των ΣΠΑΠ, δύο μικροπωλητές και τρεις ακόμη άνδρες διεμελίσθησαν από βόμβα στην πλατεία Λουδοβίκου, η οποία ευρίσκεται εμπρός στην αριστερά είσοδο του σταθ­μού του ΗΣΑΠ, δευτερόλεπτα πριν το πλήθος προλάβει να καλυφθεί μέσα στο κτίριο.

Έξω, στον δρόμο ουδείς έβλεπε τίπο­τα. Υπήρχεν ένα υπέρπυκνο σύννεφο σκόνης που είχε ανασηκωθεί από τις βόμβες που έπεφταν συνέχεια στον λιμένα. Ένα σύννεφο άσπρης σκόνης από χώματα και πέτρες, προκληθέν από όλα τα σπίτια που εκρημνίζοντο, εξετείνετο παντού ως ένα πέτασμα, μια «κουρτίνα»! Ηκούοντο μόνον οι εκρήξεις των βομβών, τα αερο­σκάφη που «εβούιζαν» από επάνω, οι εκρήξεις των αντιαεροπορικών βλημάτων, οι ριπές που έρριπταν συνεχώς. Ήχοι πολλοί, αλλά ορατότης μηδέν. Οι περισσότεροι άνθρωποι στον δρόμο ήσαν προσωπικό του λιμένος, λιμενερ­γάτες, ναυτικοί ή και άλλοι που ευρέθησαν στην περιοχή. Μέσα στα αίματα όλοι. Ένας κρατούσε το κομμένο χέρι του, άλλος την καταματωμένη κεφαλή του. Ήσαν όλοι τραυματίες που έφευγαν από την βομβαρδιζομένη περιοχή για να σωθούν. Οι βόμβες έπιπταν παντού! Στο Χατζηκυριάκειο, στην Δραπετσώνα, στην περιοχήν του κέντρου, κοντά στην Ευαγγε­λίστρια.

Την ώρα του βομβαρδισμού, πολλοί άνθρωποι ευρίσκοντο στις λιμενικές εργασίες τους, στις αποθήκες, στα ναυπηγεία και στον ΟΛΠ, ενώ τα καταστήματα και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είχαν εκκενωθεί εντελώς από τους εκεί εργαζομέ­νους. Υπάλληλοι συνήντησαν τον θάνατο εντός των γραφείων του ΙΚΑ και στο κτίριον της Ει­σαγγελίας, ενώ πέντε ακόμη εργαζόμενοι του δήμου Πειραιώς εφονεύθησαν από δύο βόμβες που έπληξαν το δημαρχιακό κατάστημα.

Εκείνοι που επρόλαβαν να τρέξουν στα καταφύγια δεν είχαν καλυτέρα τύχη ! Δύο από αυτά μετεβλήθησαν σε ομαδικούς τά­φους : Στον αριθμόν 10 της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου, εγγύς της γωνίας με την οδόν Ηφαίστου (την σημερινήν Ελευθερίου Βενιζέλου), ορθούτο το τετραώροφον κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρίας Αθηνών - Πειραιώς (ΗΕΑΠ) το οποίον διέθετεν ένα από τα ισχυρότερα καταφύγια του Πειραιώς.
 
Ένας νεαρός διεμελίσθη πρώτος, στην γωνία Ντενύ Κοσέν (την σημερινή «34ου  Συντάγματος Πεζικού») και Ηφαίστου, ενώ ολίγον αργό­τερον οι αμερικανικές βόμβες ισοπέδωσαν τους τέσσαρες ορόφους του κτηρίου της «Ηλεκτρικής», αφήνουσες άθι­κτο το καταφύγιον, εντός του οποίου ευρίσκοντο παγιδευμένοι περισσότεροι από 70 άνθρωποι, ανάμεσά τους δώδεκα ανήλικες 12 μαθήτριες και δύο δασκάλες της Οικοκυρικής Σχολής του Δήμου Πειραιώς, η οποία εστεγάζετο στο ακριβώς απέναντι οίκημα. Ένα συνεργείον του δήμου κατέφθασε  μετά ολίγην ώρα, διαθέτον ως ελάχιστον εξοπλισμό μερικές αξίνες, κατέβαλε δε υπεράνθρωπες συνεχείς προσπάθειες  για να μετακινήσει τα ερείπια.

Ένα δεύτερο καταφύγιον που έπληξαν οι αμερικανικές βόμβες και έγινε ο τάφος των εκεί ευρισκομένων, ήταν το εστιατόριο του Αθανασίου Βίρβου, στην γωνία των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου και Τσαμαδού. Η μαρτυρία του τότε 27ετούς εφημεριδοπώλη Αντωνίου Μαρκαντώνη είναι πράγματι φρικτή και συγκλονιστική, (όπως κατεγράφη στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής», της 16ης  Ιανουάριου 1994) : «… Μέσα στο μαγαζί βρισκόντουσαν άλλοι 70 θαμώνες. Ήμουν τότε, 27 χρόνων, παντρεμένος και ακόμη δεν είχα το θάρρος να τρώω στα πεθερικά μου. Σε μια στιγμή εκεί που τρώγαμε, ολόκληρο το δωμάτιο σείστηκε από ένα φοβερό “σεισμό”. Μια βόμβα είχε πέσει στο εστιατόριο και αμέσως άρχισαν να σωριάζονται πάνω μας,  δίπλα μας,  στα τραπέζια και στις καρέκλες, οι τοίχοι και τα ταβάνια. Δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χωμένος μέσα σε σωρούς χωμάτων στο δάπεδο. Γύρω μου ήταν πεσμένοι άλλοι που βογκούσαν, που καλούσαν σε βοήθεια, που έμεναν ακίνητοι, νεκροί. Σκοτάδι πυκνό τύλιγε το χώρο ε­κείνο της κόλασης. Και το μόνο που κατα­λάβαινα ήταν ότι μπορούσα να αναπνέω. Η τύχη μου με είχε ρίξει πάνω στη σχάρα του υπογείου και από κει ερχόταν η ζωή. Ερχό­ταν ο αέρας που μου επέτρεπε να ανα­πνέω και να ζω. Άρχισα να ζητάω βοήθεια με όλη μου τη δύναμη, όση μου έμενε. Κι έτσι πέρασαν ώρες, δεν κατάλαβα πόσες...! Όταν με ξέχωσαν τα συνεργεία διά­σωσης, είδα ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να δύ­ει! Και γύρω μου πτώματα! Κανένας άλλος δεν είχε ζήσει...».

Ο αφηγητής της φρίκης Μαρκαντώνης ήταν ο μοναδικός επιζών του εστιατορίου-καταφυγίου από το οποίον ανεσύρθησαν -συμφώνως  με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις- τουλάχιστον 22 νεκροί, με επίκεντρο μίαν από τις πολλές οικογενειακές τραγωδίες που εξετυλίχθησαν εκείνην την ημέρα στον Πειραιά: Ο εστιάτωρ Αθανάσιος Βίρβος εφονεύφθη μαζί με τους υιούς του, Δημήτριο και Κων­σταντίνο. Ο «αγών δρόμου» για τον απεγκλωβισμόν των ατόμων που ήσαν θαμμένα μέσα στα ερείπια εσυνεχίζετο επί πολλές ώρες, με ελάχιστα μέσα και με μια πρωτοφανή αίσθηση συντροφικότητος και αλληλεγγύης εμπρός στην απόλυτο ανθρωπίνη τραγωδία: Δεν είναι ολίγοι εκείνοι που θυμούνται έως σήμερον, διαφόρους Γερμανούς στρατιώτες να βοηθούν πυροσβέστες και πολίτες στην απομά­κρυνση των χαλασμάτων, να ενισχύουν τα ελάχιστα ασθενοφόρα με την προσφορά στρατιωτικών οχημάτων, ακόμη και να χει­ρίζονται οι ίδιοι αεροσυμπιεστές – κομπρεσέρ, ώστε να ανοί­ξουν οπές για διοχέτευση οξυγόνου μέσα στα ερείπια των κτιρίων.

ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΡΙΘΜΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ  ΑΠΩΛΕΙΕΣ : Όταν μετά από μία περίπου ώρα -στις 13.43’ ακριβώς- έπαυσεν ο πρώτος συναγερμός και εφ’ όσον καθάρισε η θολερά ατμόσφαιρα, αυτοί που περιπατούσαν στους δρόμους αντίκρισαν τρομακτικές εικόνες Αποκαλύψεως : Ο «Τινάνειος Κήπος», ανάμεσα στην Ακτή Μιαούλη και στον ναό της Αγίας Τριάδος, είχεν ανασκαφεί τελείως! [Ο Τινάνειος κήπος ευρίσκεται απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Εδημιουργήθη το 1854 από τον Γάλλο ναύαρχο Tινάν, από τον οποίον έλαβε το όνομά του. Ο Τινάν (1803-1876) ήταν επικεφαλής του αποβατικού σώματος που κατέλαβε τον Πειραιά κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854. Ο κήπος είναι επίσης γνωστός για το δένδρο στο οποίον είναι ενσφηνωμένο ένα τμήμα του πλοίου Clan Fraser -που εξερράγη κατά την διάρκεια του προαναφερθέντος βομβαρδισμού του Πειραιώς τον Απρίλιο του 1941] .

Το Δη­μοτικό Θέατρον ήταν διάτρητο από χιλιά­δες θραύσματα. Γύρω από το αμαξοστά­σιο και από τον κεντρικό σταθμό του ΗΣΑΠ εφαίνοντο κομματιασμένα τραμ, αναποδογυρισμένες γραμμές, εκσπλαγχνωμένα ζώα, κομμένα αυτοκίνητα, κατακρημνισμένα κτήρια, σύρματα και πεσμένες κολώνες, συνθέτοντα μιαν εικόνα κολάσεως, αληθώς αλησμόνητο. Σοβαρές καταστροφές υπέστησαν επί­σης το κτίριον της Τραπέζης Αθηνών, οι Επανορθωτικές Φυλακές (Βούρλων) και η Ελληνογαλλική Σχολή «Ζαν ντ' Αρκ», ενώ το ωστικόν κύμα προεκάλεσε την κατάρρευση των δύο τελευταίων ορόφων του ξενοδοχείου «Continental», στην γωνία Δημητρίου Γούναρη και Ακτής Ποσειδώνος, καθώς και του διωρόφου «Μεγάρου Ζερβού» στην γωνία Τσαμαδού και Φίλωνος. Η εντύπωση ήταν πως «η κυριοτέρα συνοικία της πόλεως, η περικλειομένη από τας οδούς Ντενύ Κοσέν, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Γεωργίου του A' και Μακράς Στοάς, δεν υπάρχει πλέον» (εφημερίς «Ελεύ­θερον Βήμα», 14 Ιανουάριου 1944).

Εκεί­νη την ημέρα συνέβησαν ανείπωτες αν­θρώπινες τραγωδίες. Ολόκληρες οικογέ­νειες ετάφησαν υπό τα ερείπια των οικιών τους στις κεντρικές οδούς Αδριανού, Βασιλέως Κων­σταντίνου (σημερινή Ηρώων Πολυτεχνεί­ου), Δραγατσανίου, Ευριπίδου,  Κουντουριώτου, Μα­κρών Τειχών, Πολυδεύκους, Πραξιτέλους, Πύλης, Σωκράτους, Τσαμαδού, Υψηλάντου και Ψαρών. Οικογενειακά ονόματα διεγράφησαν ο­λοκληρωτικώς ή κατά το πλείστον από την πειραϊκή ιστορία: Βλαβιανός, Βλαχάκος, Βενιέρης, Δούρος, Κολέτσας, Κουρμαδιάς Λάϊος, Λούβης, Μανώλης, Μπούκης, Πατρινός, Τσαλαβούτας. Στους καταλόγους των θυμάτων εξεπροσωπούντο όλες οι η­λικίες και οι κοινωνικές τάξεις, όλα τα επαγγέλματα: λούστροι, αστυφύλακες, δημόσιοι υπάλληλοι, μαθητές, γέροντες, μικροπωλητές, νοικοκυ­ρές, οδηγοί λεωφορείων, πλοίαρ­χοι του Εμπορικού Ναυτικού, σερβιτόροι, επαίτες πέριξ του λιμένος και σπανίως Γερμανοί στρατιώτες. Μια άλλη τραγική περίπτωση  εσημειώθη  σε μιαν οικία της οδού Σωκράτους  (τώρα Πολυτεχνείου). Κατά καλήν τύχη  του ιδιοκτήτη του, ενώ όλα τα γύρω οικήματα κατεκρημνίσθησαν, εκείνο δεν έπαθε τίποτε.  Ένας εκ των ενοίκων του ανέβηκε στην ταράτσα για να πάρει ένα ζευγάρι όρνιθες, που είχαν εκεί. Τότε ευρέθη εμπρός σε ένα εξόχως ανατριχιαστικό θέαμα, με τις όρνιθες  έντρομες και  αγριεμένες στην  γωνιά της ταράτσας : Η κεφαλή μιας  νέας γυναικός, ήταν πεταγμένη επάνω στην ταράτσα. Και  πιο πέρα ένας φρικαλέος σορός ρούχων και σαρκών. Κατέφθασαν γείτονες και αστυνομικοί, αλλά ουδείς ανε­γνώρισεν ποία  ήταν η άτυχη νέα. Γειτόνισσα πάντως δεν ήταν. Όλα έπειθαν ότι ήταν περαστική  από τον δρόμο.
 
Επί πολλές ημέρες, τα συνεργεία του Δήμου Πειραιώς, μαζί με δεκάδες εθελοντές, επεδόθησαν στο ανατριχιαστικόν έργον της αποκομιδής πτωμάτων, πολλά από τα οποία ήσαν τό­σον «απιστεύτως διαμελισμένα και παρα­μορφωμένα, ώστε να μη δύναται να κα­θοριστεί σε πόσα και σε ποία άτομα ανή­κουν» (εφημερίς «Βραδυνή», της 13ης Ιανουάριου 1944). Συμφώνως  με την ιστορικό, Διευθύντρια Πολιτισμού του Δήμου Πειραιώς Κα Ευαγγελία Μπαφούνη, η φυσιογνωμία της πόλεως αλλά και η σύνθεση της πειραϊκής κοινωνίας ήλλαξαν για πάντα μετά από ε­κείνην την ημέρα.

Από σωζόμενες εκθέσεις και αναφο­ρές γνωρίζουμε σαφώς ότι, η 2α  Σμηναρχία έρριψε 60 τόνους εκρηκτικών βομβών. Αντί­στοιχο ποσότητα έρριψαν οι 97η  και 99η Σμηναρχίες, ενώ από την αποδεκατισμένη 301η  Σμηναρχία μόνον τέσσαρα αερο­σκάφη ολοκλήρωσαν την … γενναίαν αποστολή τους. Δεδομένου ότι κάθε «Ιπτάμενο Φρούριο» μετέφερε 12 βόμβες των 500 λιβρών (227 κιλά) και γνωρίζοντες τις α­πώλειες των επιδρομέων (οκτώ αερο­σκάφη), ημπορούμε με σχετικήν ακρίβεια να ειπούμε πως εκείνη την δαιμονικήν ημέρα έπεσαν σε κατοικημένο αστικό περιβάλλον, μη στρατιωτικού χαρακτήρος,  περί­που 900 βόμβες, οι πλείστες από τις οποίες, όπως εφάνη από τα αποτελέσματα, δεν ….. προσεγειώθησαν βεβαίως επί  στρατιωτικών στόχων.

Η καταστροφή συνεπληρώθη κατά τις νυκτερινές ώρες, όταν κατά τα «Συμμαχικά Ειωθότα» (πρωινή δράση βομβαρδισμού Αμερικανοί – νυκτερινή δράση Άγγλοι), ένα Σμήνος βομβαρ­διστικών της RAF επραγματοποίησε νέαν ε­πίθεση. Παρ’ όλον που δεν υπήρχε σύγκριση με την έκταση και την καταστροφικότητα της πρώτης, η δευτέρα  αυτή επιδρομή προεκάλεσε νέα θύματα, ενώ έδωσε την «χαριστι­κή βολή» σε πολλούς εγκλωβισμένους. Η προσθήκη νέων χαλασμάτων επάνω στο καταφύγιον της ΗΕΑΠ εσήμανε το τέλος για τις νεαρές μαθήτριες της «Οικοκυρικής Σχολής» και τους υπολοίπους 70 ε­γκλωβισμένους του καταφυγίου, οι οποίοι είχαν επιζήσει μέσα στα χαλάσματα και α­νέμεναν τη διάσωσή τους από ώρας σε ώρα. Σε πολλές περιπτώσεις εκείνην την αποφράδα ημέρα, ο θάνατος έφερε το φρικτόν όνομα «ασφυξία εκ καταχώσεως».

Μέχρι σήμερον, τα δυστυχή αθώα θύματα του βομ­βαρδισμού δεν είναι εύκολο να υπολογισθούν με απόλυτον ακρίβεια. Στα ταφολόγια του Νεκροταφείου της Αναστάσεως υπάρχουν μόνον  492 εγγραφές, ενώ στα ληξιαρχικά βιβλία των Δήμων Πειραιώς και Νικαίας υπάρ­χουν 503 καταγεγραμμένοι νεκροί. Άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μετεφέρθησαν στο Α’ και στο Γ’ Νεκροταφείον Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ιδίου βομβαρδισμού, που ετάφησαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία εδίδετο η μερίς του συσσιτίου ή τα 30 δράμια άρτου.

Ο κόσμος ήρχισεν ευλόγως να παίρνει τον «δρόμο της προσφυγιάς» προς την  Αθήνα, που είχε χαρακτηρισθεί «ανοχύρωτος πόλη». Έχων κάθε λόγο να αξιοποιήσει προπαγανδιστικώς το γεγονός, ο κατοχικός Τύ­πος ανεπαρήγαγε την έντονο φημολογία των ημερών υιοθετών τον κατά τινες «ατεκμηρίωτον» αριθμό των 1.000 θυμάτων (ο πραγματικός αριθμός, λογικώς, πρέπει να υπερβαίνει κατά πολύ 1.000 νεκρούς). Ασφαλεστέρα εί­ναι η εκτίμηση για τους τραυματίες. Περίπου 500 άτομα διεκομίσθησαν (άρα δεν ήσαν περιπατητικοί) το ίδιον απόγευμα και την επομένη στο Τζάνειο και στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, ενώ ακό­μη 258 περιπτώσεις μετεφέρθησαν στα νοσοκομεία των Αθηνών, κυρίως στο Λαϊ­κό και στον Ευαγγελισμό.

Ο αριθμός των νεκρών αμάχων υπήρ­ξε συντριπτικός σε σχέση με τον αντίστοιχο των νεκρών εκ των κατοχικών στρατευμάτων. Με βάση τις σχετικές γερμανικές αναφορές (25 Φεβρουάριου 1944), τα αμερικανικά βομβαρδιστικά εφόνευσαν μόνον οκτώ Γερ­μανούς και τέσσερις Ιταλούς στρατιώτες, ενώ εξ και 43 ήταν αντίστοιχα οι τραυμα­τίες. Αυτή η δυσαναλογία είναι αναντίστοιχη με το γεγονός πως η επιδρομή υ­πήρξε μάλλον επιτυχημένη από στρατιω­τικής απόψεως. Σχεδόν το 80% των κατα­λυμάτων του Γερμανικού Ναυτικού («Marineunterkunfte») στον Πειραιώς είχε κα­ταστραφεί από τις βόμβες.

Η συνολική διάρκεια των βομβαρδισμών ήταν 5 ώρες! Δηλαδή επί πέντε ώρες ο Πειραιεύς εβομβαρδίζετο ανηλεώς και συνεχώς. Η μεγαλυτέρα καταστροφή επήλθεν κατά το πρώτον ημίωρον  του πρώτου, του αμερικανικού δηλαδή βομβαρδισμού, αλλά και το τελευταίον ημίωρον του τελευταίου - αγγλικού νυκτερινού βομβαρδισμού.

Τα αποτελέσματα των τριών βομβαρδισμών κατεγράφησαν στις 12 Ιανουαρίου του 1944, σε επίσημον αναφορά της «Πολιτικής Αμύνης» του Πειραιώς, προς την προϊσταμένη της αρχή στην Αθήνα. Η αναφορά αυτή περιελάμβανε τις διαπιστωθείσες καταστροφές και τις απώλειες που είχαν συμβεί στην πόλη, ταξινομημένες κατά περιφέρειες των αστυνομικών τμημάτων, ως ακολούθως:

Στην περιφέρεια του τότε Α΄ Αστυνομικού Τμήματος: Επλήγη ιδιαιτέρως η οδός Φιλελλήνων από την παράλια ζώνη έως το ύψος της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου (σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου). Βόμβες έπεσαν στην οδόν Ευπλοίας, στην οδό Χατζηκυριάκου, στις οδούς Θεοχάρη και Φαβιέρου.

Στην περιφέρεια του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος: Βόμβες έπεσαν επί του  Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος, σε όλο το μήκος της οδού της Λεωφόρου Γεωργίου Α΄ και στον Τινάνειο Κήπο, στην οδό Νοταρά, στην Ακτή Ποσειδώνος, επί των οδών Γούναρη, Καποδιστρίου, Λουδοβίκου, Κέκροπος, στην Πλατεία Λουδοβίκου, στην Σχολή Καλογραιών «Ζαν Ντ’ Αρκ», στην οδό Ζωσιμαδών, στην οδό Ναυάρχου Μπήττυ, στην Ζαννή, στην οδό Ντενύ Κοσσέν,  στις οδούς Βασιλέως Κωνσταντίνου, Πραξιτέλους, Ανδρούτσου, Υψηλάντου, Σκυλίτση (τροχιοδρόμων), Ευαγγελιστρίας, Κουντουριώτη, στην οδό Βενιζέλου (την πρώην οδόν Ηφαίστου) και στην οδόν Αλκιβιάδου.  Σύνολον βομβών: 51- Αριθμός θυμάτων, νεκρών και τραυματιών: Ανεξακρίβωτος! Υπολογίζονται προχείρως σε εκατοντάδες.

Στην περιφέρεια του Γ΄ Αστυνομικού Τμήματος: Βόμβες έπεσαν στις οδούς Πολυδεύκους, Κάστορος και Χαϊδαρίου, στην οδό Αγίου Διονυσίου, στη διασταύρωση Χαϊδαρίου και Γαβριάς και σε διάφορα μέρη της οδού Χαϊδαρίου. Ακόμα στις οδούς Δραγατσανίου, Δάφνης, Φωκίωνος, Αιτωλικού, επί του Ξενοδοχείου «Ακρόπολις», σε πολλά σημεία της Ακτής Κονδύλη. Σύνολον βομβών: 20 Αριθμός θυμάτων: Μέγας, δυσκόλως εξακριβούμενος λόγω ερειπίων.

Στην περιφέρεια του Δ΄ Αστυνομικού Τμήματος: Βόμβες έπεσαν στις οδούς Πύλης, Ζέας, πάροδο Θεάτρου Τσόχα, Μεγάλου Αλεξάνδρου από αριθμό 32 έως αριθμό 41, Ακτή Τουρκολίμανου, Καρατζά και έναντι κινηματοθεάτρου Τσόχα. Σύνολον βομβών: 6-Αριθμός  θυμάτων: 20 νεκροί και 1 τραυματίας.

Στην περιφέρεια του Στ’ Αστυνομικού Τμήματος: Βόμβες έπεσαν στον Συνοικισμό της Ευγενείας, Πλατεία Φιλιππίδη, οδό Ροδόπης, Βιτωλίων, Αγίου Όρους, Σαλαμίνος, Υπαπαντής, Θεσσαλονίκης, Ολύνθου, Τέρμα Αγίου Γεωργίου. Σύνολον βομβών: 16 -Αριθμός θυμάτων: 9 νεκροί και 6 τραυματίες.

Στην περιφέρεια του Η’ Αστυνομικού Τμήματος: Βόμβες έπεσαν στις οδούς Σμύρνης, Βασιλικών, Μυκάλης, Μακρών Τειχών, Κωνσταντινουπόλεως, Αλών, Δραγατσανίου, Πολυδεύκους, Αλιπέδου και στην οδό Αθηνών. Αριθμός θυμάτων: Ανεξακρίβωτος!

Στην περιφέρεια του Θ’  Αστυνομικού Τμήματος:  Βόμβες έπεσαν στις οδούς, Κανελλοπούλου, Αναλήψεως, Αρκαδίας, Σφαγείων, Αγίου Φανουρίου, Παντελεήμονος, Καλοκαιρινού, στην αποθήκη της Κοπής, καθώς και στην οδό Μεθώνης. Αριθμός θυμάτων: Έχουν ανασυρθεί μέχρι στιγμής 16 νεκροί ενώ οι τραυματίες είναι πολυάριθμοι.
«Οι πυρκαγιές», γράφει ακολούθως η έκθεση, «συνεχίζουν το καταστροφικόν τους έργον ανεξέλεγκτες». Όσον αφορά στις καταρρεύσεις των οικιών η αναφορά συνεχίζει λέγουσα ότι, είναι τόσες πολλές ώστε θα χρειασθούν πολλές ημέρες για να καταμετρηθούν. Εκ των Αστυνομικών κτηρίων εβομβαρδίσθησαν και κατεστράφησαν το Τμήμα Τροχαίας και το Τμήμα Επιφυλακής, εφονεύθη ο Υπαστυνόμος Κουφός ενώ αγνοείται ο Αστυνόμος Λεβέντης.

Συνεπώς οι αναφορές που συνετάχθηκαν την επομένην ημέρα, αδυνατούσαν προφανώς να καταγράψουν το σύνολον της καταστροφής. Συμπεράσματα όπως του τύπου : αριθμός θυμάτων ανεξακρίβωτος ή μέγας, δηλώνουν εμφανώς την αδυναμίαν αυτή. Εξ άλλου και στις περιφέρειες όπου εδηλώθησαν οι νεκροί, όπως επί παραδείγματι οι 9 νεκροί της περιφερείας του Στ’ Αστυνομικού Τμήματος, η συνέχεια ήταν διαφορετική, καθώς αλλεπάλληλες συμπληρωματικές αναφορές διέψευσαν κατ’ ουσίαν την πρώτην αρχική εκτίμηση. Αρκεί να σημειωθεί ότι μέχρις τα μεσάνυκτα της 12ης  Ιανουαρίου είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια τόσοι νεκροί, ώστε τα πτώματα προχείρως απλωμένα επί των οδοστρωμάτων  υπερέβαιναν τα χίλια! Άλλοι 500 τραυματίες ενοσηλεύοντο σε ιδιαιτέρως κρίσιμο κατάσταση στα νοσοκομεία του Πειραιώς, ενώ άλλοι 258 βαρέως τραυματισμένοι είχαν διακομισθεί σε νοσοκομεία των Αθηνών. Μέγας επίσης ήταν ο αριθμός των εισαχθέντων σε ιδιωτικές κλινικές και των δύο πόλεων, ο οποίος με προχείρους υπολογισμούς προσεγγίζει αδρώς τους δύο χιλιάδες!

Ο κατοχικός πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Ράλλης διεμαρτυρήθη εντόνως γράφων τα εξής : «Αεροπορική επιδρομή πρωτοφανούς αγριότητος έλαβε χώραν την μεσημβρίαν της σήμερον εις την γείτονα. Δεν πρόκειται περί πολεμικής επιχειρήσεως, αλλά περί τρομοκρατικής επιθέσεως εναντίον του ελληνικού λαού του Πειραιώς, θύμα της βαρβάρου αυτής ενεργείας. Δεν εβομβαρδίσθησαν στόχοι στρατιωτικοί, αλλά αυτή η καρδιά της πόλεως του Πειραιώς. Καθ’ εκατοντάδας θρηνούμεν τα θύματα της εξάλλου αυτής πράξεως των επιδρομέων. Εκκλησίαι, και ο καθεδρικός ναός, δημόσια και κοινωφελή ιδρύματα, ιδιωτικαί κατοικίαι και γραφεία εβλήθησαν μετά λύσσης και ασφαλώς εκ προμελέτης... Ρηγνύω κραυγήν διαμαρτυρίας ενώπιον της Ανθρωπότητος δια το επιτελεσθέν πρωτάκουστον ανοσιούργημα, το οποίον δεν είναι δυνατόν να αφεθή αστιγμάτιστον όταν σημάνη η ώρα της δικαιοσύνης».Όμως τα λεγόμενά του περιεφρονήθησαν καθότι όπως προανεφέρθη ήταν ο κατοχικός πρωθυπουργός, ενώ η νόμιμη κυβέρνηση ήταν εκείνη του Τσουδερού (Κάϊρον Αιγύπτου). 

Κάποιες παραπειστικές απαντήσεις των Συμμάχων ομίλησαν τάχα για «στρατιωτικούς στόχους που προσεβλήθησαν» και για «ατυχή θάνατον ορισμένων κατοίκων που ήταν αναγκαίον επακόλουθο της επιδρομής». !

Το πόρισμα των εφημερίδων την 13ην  Ιανουαρίου του 1944 υπολογίζει τα θύματα σε περισσότερα από 2.000, ενώ η καταμέτρηση εσυνεχίζετο ! Το πώς αυτός ο αριθμός που καθημερινώς τότε ηύξανε και ο οποίος κάποιαν στιγμή έφθασε τους 5.500 ανθρώπους,  κατέπεσε  μεταπολεμικώς στους 871 είναι όντως άξιον θαυμασμού και συσχετίζεται προφανώς με την τραγελαφική, δολία και κατευθυνομένη  λογιστική της μεταπολεμικής Ελλάδος σε όλα τα πεδία!

Συμφώνως  προς τις εκτιμήσεις της USAAF, η φθορά στα πλοία που ευρίσκοντο στον λιμένα υπήρξεν επίσης σημαντική. Στην τελική αναφορά της 2ας  Σμηναρχίας (προφανώς με αρκε­τή δόση υπερβολής), 26 σκάφη εδέχθησαν απευθείας πλήγματα ή υπέστησαν ζη­μίες, εκ των οποίων «10 εμπορικά, τέσσα­ρα σκάφη συνοδείας, δύο τορπιλοβόλα και ένα γερμανικό αντιτορπιλικό» (!!). Πολ­λές εταιρίες που, εκτός της εγχωρίου πα­ραγωγής, εξετέλουν έργα και παραγγε­λίες της Wehrmacht, του Kriegsmarine και της Luftwaffe, επλήγησαν επίσης, όπως η «Εταιρία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» (γνωστοτέρα απλώς ως «Λιπά­σματα») στην Δραπετσώνα, η «Σαπωνοποιία Παπουτσάνης», το εργοστάσιον κλωστοϋ­φαντουργίας του Ρετσίνα και πολλά ακό­μη εργοστάσια και βιοτεχνίες. Μεγάλες ζημίες προεκλήθησαν επίσης, σε εξ γραφεία ναυπηγείων που κατεσκεύαζαν πλοία από οπλισμένο σκυρόδεμα («Stahlbeton-Schiffbau») για το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, ενώ τουλάχιστον 14 μικροί και μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι της «Επιμελητείας του Στρατού» («Armee­verpflegungslager») κατεστράφησαν μερι­κώς ή ολοσχερώς.

Οι γερμανικές αναφο­ρές κάνουν λόγο για καταστροφή σε δύο αποθήκες πυρομαχικών και ολοκληρωτι­κή κατάρρευση μιας αποθήκης τροφίμων, η οποία, συμφώνως  με την τελευταία απογραφή υλικού, είχε αφθονίαν υλικού [33 τόνους φρυγανιές, 47 τόνους αλεύρου σικάλεως, 81 τόνους σίτου, 440 τόνους ορύζης, 13 τόνους ζυμαρικά, 960 κιλά κονσέρβες λαχανικών, 630 φιάλες ιταλικό κρασί, 1.380 κιλά ελαίου, 1.683 κιλά ζαχάρεως, 575 κιλά προϊό­ντων ζαχάρεως, 1.280 κιλά σταφίδες και 250 τόνους αλεύρου σικάλεως που προορί­ζοντο για το κατοχικό στράτευμα την Κρήτη !]. Η επέμβαση της Πυροσβεστικής δεν διέσωσε από τα χαλάσματα παρά ελάχι­στες μόνον ποσότητες αραβοσίτου και σίτου. Σε μιαν άλλη αποθήκη εχάθησαν 250 τόνοι φρυγανιάς από μία βόμβα που διεπέρασε τον τρίτον όροφο και ανετινάχθη στον δεύτερο. Οι άλλοι όροφοι περιείχαν ρουχισμόν της «Luftwaffe». Οι προσπάθειες πυροσβέσεως απέδωσαν μηδαμινά αποτελέσματα. Οι διακοπές στην υδροδότηση ήσαν συνεχείς, λόγω των γενικευμένων βλαβών στο δίκτυον της πόλεως, ο καπνός ήταν πο­λύ πυκνός, ενώ  οι Έλληνες πυροσβέστες που ανέλαβαν την κατάσβεση στις γερμανικές αποθήκες, διέθεταν συνολικώς μόλις …. τρεις αντιασφυξιογόνες προσωπίδες !

Στις επόμενες ημέρες, ο κεντρικός Πειραιεύς κυριολεκτικώς ερημώθη. Χιλιάδες κατατρομαγμένοι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα κατεστραμμένα ή ετοιμόρροπα οικήματά τους, με όποιον τρόπο ημπορούσαν. Ολόκληρα «καραβάνια» από αυτοκίνητα και κυρίως από ά­μαξες, καθώς και πολυάριθμοι πεζοί με ελάχιστα ατομικά είδη ανά χείρας, κατέκλυζαν την οδόν Πειραιώς με προορισμό την, θεωρητικώς, «ασφαλεστέραν» Αθήνα. Ήταν ακριβώς η ιδία διαδρομή που ηκολούθησαν οι Πειραιείς κατά τον Απρίλιον του 1941, τρομαγμένοι από τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές οι οποίες συνόδευαν παγίως την εισβολήν της Wehrmacht στην Ελλάδα. Την αντίθετο διαδρομή πραγματοποιούσαν μόνον ορισμένα αυτοκίνητα του δήμου, κάποια ασθενοφόρα και 10 γερμανικά στρατιωτικά φορτηγά που μετέφε­ραν ομήρους από το στρατόπεδον του Χαϊδαρίου, επιστρατευμένους με σκοπόν να βοηθήσουν στην εκκαθάριση των ε­ρειπίων.
 
Όσοι Πειραιώτες δεν είχαν δυνα­τότητα να απομακρυνθούν μονίμως από τις εστίες τους, κατέφυγαν προσωρινώς στις προσφυγικές συνοικίες, αλλά κυρίως κατέφυγαν στις παρακείμενες κοινότητες και στα αραιοκατοικημέ­να προάστιά του Πειραιώς. Ο βομβαρδι­σμός προεκάλεσεν άμεσο ανακατανομή του πληθυσμού της ευρυτέρας περιοχής του Πειραιώς, η οποία επηρέασε τις νότιες και  τις νοτιοανατολικές συνοικίες αλλά και το καθαυτό κέντρο των Αθηνών. Μάλιστα, ορισμένες συνοικίες, όπως ο Κορυδαλλός, εγνώρισαν μετά τον πόλεμο πληθυσμιακήν αύξηση της τάξεως του 50% εξ αιτίας  της  διενεργηθείσης «εσωτερικής μεταναστεύσεως».

Εκατοντάδες βομβόπληκτοι που είχαν χάσει τα καθημαγμένα σπίτια τους, εγκατεστάθησαν στην Αθήνα, σε φιλικά σπίτια ή εστεγάσθησαν  προχείρως από την κρατική πρόνοια, τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και σωματεία Οι περισσότεροι ετακτοποιήθησαν προχείρως σε δημόσια κτίρια, πλατείες ή όπου υπήρχε διαθέσιμος ανοικτός χώρος. Συμφώνως προς αρκετές μαρτυρίες, τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και η Ομόνοια ομοίαζαν στα τέλη Ιανουάριου με στρατόπεδον αιχμαλώτων ή καταυλισμόν προσφύγων.

ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΕΣ ANΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΟΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: Επί αρκετούς μετά την συμφορά μήνες, ο κατοχικός Τύπος ανέφερεν ευστόχως πως ο Πειραιεύς έδιδεν την εικόνα «νεκρουπόλεως». Εκτός από το ανυπολόγιστον κόστος σε ανθρώπινες ζωές, εκτός από την φυγή χιλιάδων αν­θρώπων και το συντριπτικό πλήγμα στην οικονομία της πόλεως, η επακολουθήσασα καθημερινότης υπήρξεν εφιαλτική. Μετά τον Ιανουάριον εσημειώθη τεράστιον κύμα κλοπών και διαρρήξεων, το οποίο ενίσχυσεν ισχυρώς την αίσθηση πλήρους κοινωνικής παραλύσεως από τον τρόμον ο οποίος  είχε εξαπλωθεί παντού. Φιλανθρωπικές ενέργειες, υπαίθρια μαγειρεία και θεατρικές ομάδες προσεπάθησαν να δώσουν θάρρος στον περίφροντι, ασθενικό και κατατρομαγ­μένο πληθυσμό της πόλεως.

Ο αντίκτυπος του γεγονότος υπήρξεν πολύ έντονος, ομοίασε μάλιστα φευγαλέως ότι απα­λείφει προσωρινώς τις διαχωριστικές γραμμές που είχε θέσει ο πόλεμος και η Κατο­χή. Οι κυριολεκτικώς αναίτιες εκατόμβες που προεκάλεσε ο βομβαρδισμός, και μάλιστα χωρίς καν κάποιο εμ­φανές στρατιωτικόν αποτέλεσμα, (το οποίον να τις αιτιολογεί επαρκώς στην εμβρόντητο κοινή γνώμη), εσκόρπισαν οργή και αγανάκτηση στους κατοίκους των Αθηνών. Πολλές μαρτυ­ρίες, ακόμη και από το στρατόπεδον της «Αντίστασης», εχαρακτήρισαν το γεγονός «μακελειό χωρίς νόημα», ενώ ακόμη και οι αντιστασιακές οργανώσεις εκυριεύθησαν επί τέλους, (για συντομότατο βεβαίως διάστημα) από  δικαίως οργίλον…. αντιβρετανικό πνεύμα. Μάλιστα, το «ΕΑΜ Πειραιώς» εκυκλο­φόρησε  «εν βρασμώ ψυχής» μιαν ανακοίνωσή του κατά των …. Συμμάχων, χαρακτηρίζον την επιδρομή ως «φονική». Συντόμως, ωστόσον, το καταγγελτικό κομμουνιστικό κείμενο απεσύρθη και όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις συνεφώνησαν πως «η συμμαχική επιδρομή στράφηκε με πραγματική ευσυνειδησία ενάντια σε στρατιωτικούς στόχους (sic !)», όπως εγράφη στην παράνομο εφημερίδα «Δόξα» της ΠΕΑΝ («Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων») στις 15 Ιανουάριου 1944.

Ευλόγως η κατοχική κυβέρνηση εξεμεταλλεύθη ποικιλοτρόπως την εντονοτάτη δυσμενή ψυχολογικήν επίδραση που είχαν στην κοινή γνώμη τόσον το μέγεθος των καταστροφών, όσον και ο υ­ψηλός αριθμός των νεκρών. Ήδη από την επομένην ημέρα, οι (προφανώς) ελεγχόμενες από τους Γερ­μανούς αθηναϊκές εφημερίδες κατεκε­ραύνωσαν την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τους Συμμάχους για την αδίστακτο δολο­φονική επιδρομή «του συμμαχικού χά­ρου» (όπως εγράφετο εκείνες τις αποφράδες ημέρες) ενάντια στους αθώους κατοίκους της πρωτευούσης. Μεγάλα πρωτοσέλιδα ανεκοίνωναν τα ονόματα των χιλιάδων θυμάτων και τα νοσοκομεία των Αθηνών στα οποία ενοση­λεύοντο άφθονοι τραυματίες, ενώ βεβαίως αυτά τα δημοσιεύματα, επαινούσαν διαρκώς τις πρωτοβουλίες για την περί­θαλψη γυναικών, παίδων και αστέγων, σε συνεργασία με την «Επιτροπή Διαχειρίσεως Βοηθημάτων του Ερυθρού Σταυρού», η οποία ανέλαβε έκτακτες διανομές τροφί­μων με δελτίο, στις νέες διευθύνσεις-κατοικίες των βομβοπλήκτων.

Εδημοσίευσαν, επίσης, ανακοίνωση του Γερμανού επιτετραμμένου για την Νοτιοανατολικήν Ευρώ­πη, Κουρτ Φριτς φον Γκραίβενιτς, συμφώνως  προς την ο­ποίαν ο ειδικός πληρεξούσιος του Γ’ Ράιχ, Δρ Χέρμαν Νωυμπάχερ, εξεταμίευσεν 300 εκατομμύρια δραχμές, ως έκτακτο δωρεά για την ενίσχυση και ανακούφιση των πληγέντων. Μάλιστα δε, για να υπογραμμισθεί η μεγαλοψυχία των Γερμανών κατακτητών, σε αντίθεση με την τερατώδη αναλγησία των αντιπάλων του Άξονος και να μεταστραφεί οριστι­κώς η κοινή γνώμη εναντίον των «Συμμάχων», ανεδημοσίευαν την προκλητικής ψυχρότητος ανακοίνωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Καΐρου την ο­ποίαν εξέπεμψε το BBC στις 18.30 της 12ης  Ιανουάριου, στην οποίαν, (όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο), δεν εγένετο καμία αναφορά σε απώλειες αμάχων : «Ο Πειραιεύς υπέστη χθες κατά την διάρκειαν της ημέρας επίθεσιν υπό αμερικανικών σχηματισμών, οι οποίοι επροστατεύοντο υπό καταδιωκτι­κών αεροπλάνων. Επίσης, ο Πειραιεύς υπέστη κατά την διάρκειαν της νυκτός επίθεσιν υπό βρετανικών μαχητικών σχημα­τισμών. Εξερράγησαν πυρκαϊαί και εσημειώθησαν εκρήξεις, Η επίθεσις υπήρξε λίαν επιτυχής» (εφημερίς «Η Καθημερινή», 14 Ιανουάρι­ου 1944).

Εντός του 1944, ο Πειραιεύς επλήγη και πάλιν, αλλά σε μικροτέρα κλίμακα. Στις 25 Σεπτεμβρίου, η πολυπράγμων USAAF επεχείρησε να πλήξει ακριβέστερον την βιομηχανική ζώνη (Ευγένεια - Κερατσίνι – Δραπετσώνα), αλλά το μόνον αποτέ­λεσμα της επιδρομής της ήταν ο τραγικός θά­νατος 50 ανθρώπων, 43 από τους οποίους εύρον ομαδικόν θάνατο στο Νεκροταφείον της Αναστάσεως. Ο νεοπαγείς καταθλιπτικός όρος «βομβόπληκτος» εισήχθη με φυσικότητα στο τρέχον λεξιλόγιον της Κατοχής.

Ο αναίτιος και ανθρωποβόρος βομβαρδισμός της 11ης  Ια­νουαρίου του 1944 απετέλεσε την εντονοτέρα και πλέον αιματηρά εμπειρία αεροπορικού βομβαρδισμού την οποίαν εβίωσαν οι Έλληνες καθ’ όλην την διάρκειαν του Β’ Μεγάλου Πολέμου.

Οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί του Πειραιώς από τους «Συμμάχους» μας, από τα Αμερικανικά και Βρετανικά αεροσκάφη, διενεργήθησαν υπό το πρόσχημα …. υπαρχουσών πληροφοριών περί «μεταφοράς πολεμικού υλικού» από τους Γερμανούς, στον λιμένα της πόλεως (ωσάν η γερμανική διακίνηση πάσης φύσεως υλικών ήταν κάτι το … νέο και πρωτότυπο). Οι φίλιες βόμβες ισοπέδωσαν τεράστια κομμάτια της πόλεως και εκόστισαν τη ζωή σε παμπόλλους (μάλλον περισσότερους από χιλίους και ενδεχομένως 5.500 Έλληνες «Συμμάχους», ενώ εν τέλει σε μόλις 8 Γερμανούς εχθρούς!) Ήταν μια καθαρώς τρομοκρατική ενέργεια, όπως την εχαρακτήρισε ο τότε κατοχικός πρωθυπουργός Ράλλης, ουσιαστικώς δε επρόκειτο για ένα έγκλημα πολέμου κατά του αμάχου ελληνικού πληθυσμού, [όπως άλλωστε ήσαν και άλλες συμμαχικές «ευεργεσίες» όπως ο προηγηθείς ναυτικός αποκλεισμός –«για να πληγεί στρατηγικώς η Γερμανία» ! – και η διοχέτευση αφθονίας πλαστών νομισμάτων στην ελληνικήν αγορά – «για να πληγεί στρατηγικώς η Γερμανία» ! -, που προεκάλεσαν τον γνωστό παραλυτικό πληθωρισμό της κατοχής και ως άμεσον επακόλουθο αυτού, τον καταστροφικό λοιμό που προεκάλεσε τον θάνατον εκατοντάδων χιλιάδων  Ελλήνων.

Αυτή δυστυχώς ήταν η μηχανιστική αλληλεγγύη και εκλεκτική βοήθεια των «Συμμάχων» και φίλων μας προς την Ελλάδα. Αυτό ήταν το «ευχαριστώ» τους προς τον ελληνικό λαό που εσύρθη … αυτοβούλως στην δίνη του Β’ Μεγάλου Πολέμου εξ αιτίας τους και κατ’ ουσίαν προς χάρη τους. Μας «ευεργέτησαν» με …κτηνώδη τρόπο, συχνά όντες εμπράκτως ανθέλληνες, περισσότερον των πλέον λυσσαλέων εχθρών και κατακτητών μας.